- Τσηρόκι
- οι, Νάκλ. εθνολ. λαός Ινδιάνων τής Βόρειας Αμερικής που μιλούσε μια γλώσσα τής ιροκεζικής οικογένειας γλωσσών και ζούσε κατά το παρελθόν στο ανατολικό Τενεσή και στα δυτικά τών δύο Καρολίνων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.